περιβεβλημένος

περιβεβλημένος
η , ο[ν]
1) прям. , перен. окружённый; 2) облечённый (властью, полномочиями и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περιβεβλημένος" в других словарях:

  • περιβεβλημένος — περιβάλλω throw round perf part mp masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обълченъ — (43) прич. страд. прош. 1. Прич. страд. прош. к облечи в 1 знач.: въ ѥдино же врѣтище бѧше обълъченъ бл҃женыи. и не измѣноваше ѥго. дондеже бы лѣ(т) сконьчалосѧ. (περιεβολετο) СбТр XII/XIII, 40 об.; въ ѡдежи бо, ѿ сребра створена, ѡболченъ и на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αυτοκράτορας — ο, θηλ. τειρα, και τόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η) 1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας 2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά μσν. ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ενησθημένος — ἐνησθημένος, η, ον (Μ) ντυμένος, περιβεβλημένος («ἐνησθημένοι στολάς λαμπράς,» Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *εν έσθω < εν + εσθώ ( έω) «ενδύω», το οποίο απαντά στη μτχ. τού μέσου παρακμ. εσθημένος ή ησθημένος] …   Dictionary of Greek

  • κηροχίτων — κηροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινος («λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • περιβεβλημένως — Α επίρρ. 1. με πλήρη περιβολή, με πλήρη κάλυψη 2. μτφ. (για λόγο) α) με ύφος κομψό, περίτεχνα επεξεργασμένο β) διεξοδικώς, εκτενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιβεβλημένος τού περιβάλλω] …   Dictionary of Greek

  • πραιτέξτατος — ὁ, Α ο περιβεβλημένος με τη ρωμαϊκή τήβεννο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetextatus < praetexta (βλ. λ. πραιτέξτα)] …   Dictionary of Greek

  • πυρένδυτος — ον, Μ ο περιβεβλημένος από φωτιά («πυρένδυτος βάτος», Γερμ. Κων/λεως). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ ένδυτος)] …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφόρος — ον, Α αυτός που είναι περιβεβλημένος με σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φόρος* (< φέρω), πρβλ. σημαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • σιδηράμφιος — ία, ον, ΜΑ περιβεβλημένος με σίδηρο, σιδηρόφρακτος («ἀσπίδα καὶ δόρυ ἔχοντα καὶ ὅλον σιδηραμφίον ὑπάρχοντα», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + αμφιος (< ἀμφιέννυμι)] …   Dictionary of Greek

  • χλαινιστής — ὁ, Α [χλαινίζω] περιβεβλημένος με χλαίνα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»